2 Δεκεμβρίου 2014

Κουβέντα να γίνεται.

  Τα γεγονότα της καθημερινότητας μπορούν πολλές φορές να δώσουν αφορμή για αμφισβήτηση, στοχασμό αλλά και αναθεώρηση προσωπικών απόψεων, αρκεί φυσικά να υπάρχει το ψυχικό σθένος να αφαιρέσουμε μια βαθιά ριζωμένη αντίληψη -αν χρειαστεί- αντικαθιστώντας την με κάποια άλλη. Βέβαια, πολλοί από εμάς έχουμε υιοθετήσει συνειδητά ή μη μια στάση αυθεντίας σύμφωνα με την οποία κάθε αντίθετη γνώμη φιμώνεται χωρίς να δεχτεί ποτέ την απαραίτητη επεξεργασία και αξιολόγηση. Κάθε ξένη ιδέα προσκρούει πάνω στα τείχη της αδιαλλαξίας όσο εμείς βαυκαλιζόμαστε ότι έχουμε μάθει να ακούμε και να επικοινωνούμε σε ένα πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από ωριμότητα και κατανόηση. Στην πραγματικότητα η πλειονότητα των συζητήσεων σε θέματα κοινωνικής οργάνωσης και πολιτικής είναι συζητήσεις με ανοιχτά στόματα και κλειστά αυτιά όπου ο καθένας απαγγέλλει το μονόλογό του με την αδιάσειστη σιγουριά ότι οι ιδέες του είναι οι πιο ρεαλιστικές και εμπεριστατωμένες. Άραγε πόσο συχνά ακούγεται η λέξη «διαφωνώ» και  πόσο συχνά η φράση «τελικά έχω άδικο» σε έναν διάλογο; Η αναθεώρηση μιας ιδέας σαφώς και δεν είναι μια διαδικασία που μπορεί να πραγματοποιηθεί από τη μια στιγμή στην άλλη πόσο μάλλον όταν αυτή η ιδέα έχει υπάρξει καθοριστική για την μέχρι τώρα εξέλιξη του φορέα της και έχει ενσωματωθεί σε ένα σύστημα αξιών που διαμορφώνουν την ταυτότητά του. Επομένως,
είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποχωριστείς κάτι οικείο, κάτι που έχει συμβάλλει έως τώρα στον αυτο-καθορισμό σου ακόμη κι αν κατά βάθος γνωρίζεις ότι η επίδρασή του πάνω σου είναι ζημιογόνα. Η δεδομένη αυτή δυσκολία όμως δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσει την άκαμπτη φύση των διαλόγων κατά τους οποίους οι ομιλητές είναι ταμπουρωμένοι πίσω από το οχυρό της άποψης τους, φοβούμενοι συχνά μήπως κάποια ιδέα εισχωρήσει ληστρικά στο έδαφός τους και έτοιμοι να αντεπιτεθούν αφού πάρουν το λόγο για να υποστηρίξουν με ζήλο την θέση τους.
  Ο διάλογος στερεύει από νόημα όταν απουσιάζει η πρόθεση για κατανόηση. Η πρόθεση αυτή με τη σειρά της πηγάζει μόνο από τη βαθιά συνειδητοποίηση ότι η πραγματικότητα είναι μια κατασκευή τόσο κοινωνική όσο και υποκειμενική. Κάθε άποψη είναι χτισμένη πάνω σε ένα υπόβαθρο εμπειριών, μια σφαίρα γεγονότων που έχει διαφορετική όψη για κάθε άτομο και αποτελεί το μέσο με το οποίο αντιλαμβάνεται τον κόσμο και διαμορφώνει τις αξίες του. Εννοείται ότι κανείς δεν θα διαφωνούσε μαζί μας αν έβλεπε τα πράγματα μέσα από την ίδια σφαίρα, από την ίδια οπτική. Αν αψηφήσουμε την ερώτηση «πώς ο συνομιλητής μας αντιλαμβάνεται τον κόσμο;» τότε εστιάζουμε ουσιαστικά μόνο στην άποψή του κρίνοντας την αποκλειστικά με βάση το δικό μας θεωρητικό  πλαίσιο και απογυμνώνοντας την από την σημασία που έχει γι' αυτόν. Στην πράξη μπορούμε κάλλιστα να απαλλαχτούμε από τέτοιες ασχολίες ερμηνευτικού και ψυχολογικού χαρακτήρα μπαίνοντας απλά στο παιχνίδι της επιχειρηματολογίας όπου ο πιο ευρηματικός και ετοιμόλογος είναι αυτός που δικαιωματικά θεωρείται σωστός. Πόσο συχνά όμως μια επιχειρηματολογία αποτελεί αφορμή για αλλαγή στάσης; Σε μερικές περιπτώσεις πράγματι η βασισμένη στη λογική επιχειρηματολογία μπορεί να φωτίσει μία ανορθολογική σκέψη και να κινητοποιήσει σε αλλαγή. Η προϋπόθεση όμως για αλλαγή συνήθως παραμένει ίδια και δεν είναι άλλη από την προσπάθεια κατανόησης του συνομιλητή. Η πρόθεση για κατανόηση, εφόσον αυτή υπάρχει και απ' τις δυο μεριές, είναι αυτή που επιτρέπει τόσο να επηρεάσουμε τη σκέψη του συνομιλητή όσο και να επηρεάσει ο ίδιος τη δική μας. Αυτή είναι άλλωστε και η διαδικασία που καθορίζει την σπουδαιότητα του διαλόγου. Ακόμη όμως κι αν η υιοθέτηση μιας νέας άποψης δεν είναι εφικτή, είναι εξαιρετικά σημαντικό να μπορείς να πεις «σε καταλαβαίνω». Μια τέτοια δήλωση από μόνη της μετριάζει την ένταση της αντιπαράθεσης και αφήνει περιθώρια για εύρεση κοινών σημείων. Η ποιότητα της ζωής μας θα ήταν πολύ διαφορετική όχι μόνο σε διαπροσωπικό αλλά και σε ατομικό επίπεδο εάν τουλάχιστον μπορούσαμε να πούμε «σε καταλαβαίνω».

2 σχόλια :

~reflection~ είπε...

Διδάσκεται η κατανόηση (και ο διάλογος, και η παραδοχή του λάθους), μα δυστυχώς οι δάσκαλοι εκλείπουν.

Crux είπε...

Είναι και η ρημάδα η εποχή όπου ο ατομισμός ανθεί κι η λέξη ενσυναίσθηση ακούγεται ξένη και μακρινή. Προσωπικά βλέπω άμεση συσχέτιση ανάμεσα σ' αυτή και στην κατανόηση.

Όσο για τους δασκάλους, νομίζω πως μάλλον τελικά η μόνη λύση είναι να γίνει ο καθένας μας δάσκαλος του εαυτού του. Πράγματι οι δάσκαλοι είναι λίγοι.

Καλό σου απόγευμα reflection.