21 Νοεμβρίου 2013

Ο Λεφτέρης



  Ήταν ένα κυριακάτικο δειλινό του Νοέμβρη κι οι πρώιμες πνοές του χειμώνα ήδη τρυπούσαν τα τελευταία θερμά στρώματα που κατακάθιζαν στους δρόμους της πόλης παγιδευμένα ανάμεσα στα τείχη των πολυκατοικιών. Πρέπει τουλάχιστον να ήταν δειλινό γιατί, αν δεν απατώμαι, θυμάμαι πως άκουσα τις στερνές αχτίδες του ήλιου καθώς χλόμιαζαν να με χαιρετούν με τον ίδιο τρόπο που χαιρετούν τα πυκνόφυλλα σπίτια τους τ’ αποδημητικά πουλιά. Με την ανησυχία που κρύβει στις σχισμές του ένα χαμόγελο που δεν γνωρίζεις αν θα το αντικρίσεις ξανά. Γι’ αυτό λοιπόν αναλογιζόμενος την αμηχανία που θα γεννούσε μια ερώτηση γεμάτη λαχτάρα χαιρέτησα σιωπηρά τον ήλιο, όπως κάνουμε όλοι μας κάθε περασμένη ώρα όταν απλώνεται το μούχρωμα.
  Περιδιάβαινα αφηρημένος στο πλακόστρωτο της πλατείας κάνοντας που και που μετέωρους στοχασμούς ενώ
ελισσόμουν μηχανικά ανάμεσα σε ρεύμα από ανθρώπους που με το ‘να πόδι υποδήλωναν βιασύνη και με τ’ άλλο μαρτυρούσαν μια κάποια κούραση. Προς έκπληξή μου, εκείνο το απόγευμα ήταν στημένοι διαδοχικά σαν κρίκοι γιγάντιας αλυσίδας γύρω απ’ την πλατεία πάγκοι, απλωμένες τέντες και ξύλινα σπιτάκια καλύπτοντας κάθε εναλλακτική διέξοδο απ’ αυτήν. Γινόταν κάποιο πανηγύρι, ανεξήγητο για την εποχή αλλά κρίνοντας απ’ τις δεκάδες ανθρώπων που περιφέρονταν σίγουρα είχε μεγάλη απήχηση. Αναρωτήθηκα πόσες μέρες να διαρκούσε. Είχα να περάσω καιρό απ’ αυτή την πλατεία. Για την ακρίβεια, δεν ήμουν σίγουρος αν ξαναπέρασα ποτέ. Το μέρος ήταν οικείο αλλά ο ορυμαγδός του κόσμου που τριβέλιζε σαν μελίσσι τ’ αυτιά μου καθώς και μια λανθάνουσα ανησυχία που φώλιαζε στα ρικνά απ’ το κρύο πρόσωπά του το μεταμόρφωνε σε κάτι τελείως αγνώριστο.
  Χωρίς να το αντιληφθώ έγινα κι εγώ σε μερικά λεπτά ένα με το πλήθος. Σκέφτηκα να χαζέψω όπως κι οι υπόλοιποι τις πραμάτειες των εμπόρων, να ψαχουλέψω τα ζωηρόχρωμα μπιχλιμπίδια των πλανόδιων παζαρεύοντας κάποια γελοία τιμή. Άλλωστε, προτού μερικά λεπτά είχα ανακαλύψει πως υπήρχαν δυο ξεχασμένα τάλιρα στην τσέπη μου τσαλακωμένα απ’ το πλύσιμο. Πριν προλάβω όμως να χώσω τα χέρια μου στις τσέπες ένα γερό σκούντημα στον δεξί ώμο μ’ εκτόπισε ρίχνοντας με απότομα στο βρώμικο πλακόστρωτο. Θυμάμαι να κοιτάζω σαστισμένος τα πόδια δυο περαστικών που κοντοστέκονταν μπροστά μου για μερικά δευτερόλεπτα προτού μπερδευτούν στο πλήθος. Σηκώνοντας το κεφάλι πρόλαβα ν’ αντικρίσω τελευταία στιγμή την απορία στο βλέμμα τους. Ένας απ’ τους δυο κρατούσε διστακτικά μισάνοιχτο το στόμα του σαν να ‘θελε να ρωτήσει αν είμαι καλά μα κάτι τον εμπόδιζε. Προσπάθησα να καταλάβω ποιος μ’ έσπρωξε αλλά ήταν αδύνατον. Τα πρόσωπα εναλλάσσονταν μέχρι ν’ ανοιγοκλείσεις δυο φορές τα μάτια σου κι οι άνθρωποι έρεαν ασταμάτητα προς κάθε κατεύθυνση μέσα στο δρόμο της πλατείας σαν ζαλισμένα φορτία ηλεκτρικού ρεύματος. Καθώς σηκωνόμουν ένα χέρι με γράπωσε σφιχτά απ’ τον αγκώνα δίνοντας μου ώθηση προς τα πάνω. Ένας ρακένδυτος ηλικιωμένος άντρας με τσακίρικα μάτια και πλούσιο ατημέλητο γένι μου χαμογελούσε με τα κιτρινισμένα του δόντια. Έμοιαζε ανίσχυρος όπως στεκόταν γυρτός πάνω στο έδαφος με τα λιγνά του πόδια να κοιτάζουν χαλαρωμένα σ’ αντίθετες κατευθύνσεις, ωστόσο το χέρι του συνέχιζε να μου σφίγγει με τόση δύναμη τον αγκώνα που άρχισα να πονάω. Αμέσως το κατάλαβε και το τράβηξε πίσω. Τον κοίταξα προσεκτικότερα. Παρά την άθλια εμφάνισή του είχε μια ζεστασιά στο σκαλισμένο απ’ τα χρόνια πρόσωπό του. Κοίταζε απευθείας στα μάτια με τέτοιο τρόπο που η ματιά του σε αιχμαλώτιζε. Τον ευχαρίστησα κι εκείνος χαμογέλασε πάλι καταδεκτικά.
-         - Γιατί δεν σκύβεις ώστε να μην πέφτεις; με ρώτησε αινιγματικά με αυστηρή φωνή.
-         - Συγγνώμη;
-         - Κοίτα τους όλους τριγύρω σου. Οι περισσότεροι είναι σκυμμένοι. Άλλοι πεσμένοι κανονικά χάμω. Πέσε κι εσύ να ησυχάσεις.

  Άνοιξα ορθάνοιχτα τα μάτια γεμάτος έκπληξη απ' την απροσδόκητη αυτή συμπεριφορά κι ύστερα έστρεψα διακριτικά την πλάτη στον ξένο φεύγοντας μακριά του. Δεν έκανα παρά μερικά μόνο βήματα όταν αυτός τράβηξε ξανά βίαια το χέρι μου και γύρισα εκνευρισμένος πλέον προς το μέρος του. Το πρόσωπό του είχε αλλάξει τελείως. Ποικίλοι μορφασμοί μίσους, αηδίας κι εχθρότητας διαγράφονταν πάνω του εναλλασσόμενοι με τρομακτική ταχύτητα ενώ το σώμα του έτρεμε συθέμελο από θυμό.
-         Κοίτα να δεις μικρέ, το πανηγύρι τέλειωσε. Βάλ’ το καλά στο νου σου βράδιασε κι ο κόσμος φεύγει. Κι αν γεννήθηκες απόγευμα δεν σου φταίει κανείς. Εμείς γεννηθήκαμε πρωί πρωί, τότε που στήναν τις σκηνές κι όλα ήταν μπόλικα. Έτσι είν’ αυτά! Τα παράπονά σου στην Θεά Τύχη! Τέρμα το γλέντι! Κατάλαβες; Άντε τώρα ν’ αγοράσεις ό,τι έχει απομείνει προτού μάσουν τους πάγκους. Αν σου ‘μεινε φυσικά κανένα φράγκο στην τσέπη. Χαχα!

  Ο ξέφρενος γέρος άρχισε να τρέχει χοροπηδώντας ανάμεσα στους περαστικούς ενώ εγώ συνέχισα πελαγωμένος τον δρόμο μου προσπαθώντας να διασαφηνίσω τι ακριβώς είχε συμβεί. Έφτανα ήδη προς το τέλος της πλατείας κι ο κόσμος πλέον αραίωνε αισθητά. Οι εκτοπισμένοι πωλητές άρχισαν να μαζεύουν νωθρά τους πάγκους και να διπλώνουν με βαριεστημάρα τις λερωμένες τέντες των σκηνών τους. Σιγά σιγά κάθε κρεμασμένη ηλεκτρική λάμπα κάτω απ’ τις τέντες έσβηνε παρασύροντας και τις υπόλοιπες σε ένα αργό ντόμινο που θα έφτανε τελικά μέχρι την καρδιά της πλατείας. Σώπασαν οι πρώτες γεννήτριες των εμπόρων  κι η ησυχία που αναπάντεχα ξετυλίχτηκε μ’ έκανε να αισθανθώ ένα υπόκωφο βουητό να μπουκώνει τ’ αυτιά μου. Έχοντας επιβραδύνει το βήμα ένιωσα τα πέλματά μου πληγωμένα μέσα απ’ τις λεπτές σόλες των παπουτσιών κι αποφάσισα να ξαποστάσω για λίγη ώρα σ’ ένα παγκάκι πλάι στις τελευταίες τέντες που είχαν απομείνει στο δρόμο μου. Μια φορητή σόμπα έκαιγε ακόμα στα αριστερά του ενόσω ο ιδιοκτήτης της φόρτωνε τα εμπορεύματά του στο φορτηγό. Πλησίασα ανακουφισμένος τα χέρια μου προς τη ζέστη κι αφού τα κράτησα εκεί για ένα περίπου λεπτό δίπλωσα τις θερμές παλάμες πάνω στη παγωμένη μύτη μου. Ερχόταν χειμώνας βαρύς και ξαφνικός. Το φθινόπωρο είχε περάσει γλυκά σαν άνοιξη. Μετρημένες βροχές, ελάχιστη υγρασία και κυρίως ηλιόλουστες μέρες που αντί να προειδοποιούν για τον ερχομό του ψύχους αναρρίπιζαν την ιδέα του καλοκαιριού. Ο καθένας μπορούσε να ξεγελαστεί από έναν τέτοιο αφύσικα ζεστό καιρό· ακόμα κι η ίδια η φύση. Θυμάμαι μάλιστα χαρακτηριστικά ότι η κυδωνιά που έστεκε πλαγιαστή πάνω στα κάγκελα της γειτονικής μας αυλής – εμείς ζούσαμε λίγα χιλιόμετρα έξω απ’ την πόλη – δίσταζε μέχρι την τελευταία Πέμπτη εκείνου του Νοέμβρη ν’ αποχωριστεί την πράσινη φυλλωσιά της. Μέσα σε δύο μόλις μέρες ο καιρός άλλαξε ξαφνικά κι όλοι υποστήκαμε την αλλαγή αυτή απροετοίμαστοι.
  Η σόμπα χαλάρωσε το σώμα μου, το οποίο προηγουμένως σκιρτούσε από το κρύο, ενώ παράλληλα έφερνε μια απαλή υπνηλία. Έστρεψα δειλά το κεφάλι αριστερά προς το πανηγύρι. Οι άνθρωποι αποχωρούσαν ένας ένας έχοντας τις φούχτες τους χωμένες καλά μες τα παλτά τους μ'ένα ή δυο δάχτυλα μόνο απ’ έξω για να βαστούν τις σακούλες με τα φρέσκα ψώνια τους. Όλοι τους κρύωναν, ακόμη κι αυτοί που ήταν τυλιγμένοι με κασκόλ μέσα σε ογκώδη φουσκωτά μπουφάν, προετοιμασμένοι για παν ενδεχόμενο. Ήταν ύπουλο το σημερινό κρύο. Ο ψυχρός αέρας κόπαζε αφήνοντας το κορμί ν’ αναθερμανθεί κι ύστερα αγρίευε απροειδοποίητα περονιάζοντας τα κόκαλα με τρόπο αιφνίδιο που τάραζε την ομοιόσταση του σώματος. Κοίταξα προσεκτικότερα τον κόσμο. Οι περισσότεροι περπατούσαν σκυφτοί με τη ματιά πεσμένη στο έδαφος και βήμα γοργό πάνω σε μια προσωπική, αυστηρά καθορισμένη νοητή ευθεία. Αδιόρατα σήματα στις κινήσεις και τις εκφράσεις τους, τα οποία αδυνατούσα να προσδιορίσω με σαφήνεια, ζωγράφιζαν ένα θολό κλίμα μελαγχολίας που ένιωθα να με τυλίγει κι εμένα μαζί τους.
  Η σόμπα έσβησε έπειτα από λίγη ώρα αφήνοντας το κορμί μου εκτεθειμένο στην παγωνιά. Μόλις σηκώθηκα για να ζεστάνω τους μυς μου σκέφτηκα πως θα ήταν καλύτερο να μην έφευγα απ’ το απρόσμενο αυτό πανηγύρι με άδεια χέρια. Γύρισα λοιπόν εσπευσμένα προς το κέντρο της πλατείας ώστε ν’ αγοράσω οτιδήποτε προλάβω πριν χαθεί κι η τελευταία ευκαιρία. Τότε αντιλήφθηκα ότι τα δυο τάλιρα είχαν εξαφανιστεί απ’ τις τσέπες μου. Για μια στιγμή απόρησα μα ενθυμούμενος στη συνέχεια τα στερνά λόγια του γέρου κατάλαβα ότι ήταν αυτός που μου τα ξάφρισε. Ίσως επίσης να ‘ταν αυτός ο υπαίτιος για την άτσαλη πτώση μου στο έδαφος αλλά αυτό το ενδεχόμενο ήταν αρκετά προσβλητικό για την περηφάνεια μου ώστε να μπορέσω να το αποδεχτώ. Υπό κανονικές συνθήκες στο σημείο αυτό θα έπαιρνα τον δρόμο του γυρισμού χαμογελώντας μάλλον ειρωνικά προς τον ίδιο μου τον εαυτό στην προσπάθεια να συμβιβαστώ με το γεγονός ότι κάποιος μαχρυχέρης τρύπωσε ανενόχλητος μες τις τσέπες μου. Αντιθέτως, αυτό που συνέβη ήταν να με πλημμυρίσει μια έντονη, παιδική ολωσδιόλου οργή που με κινητοποιούσε να κυνηγήσω με μανία τον παλαβό γέρο και να πάρω πίσω τα λεφτά μου. Ως τότε δεν είχα ακόμη συνειδητοποιήσει φυσικά ότι ανήθικη πράξη του δεν ήταν παρά μόνο η αφορμή για την εκδήλωση αυτού του ξεσπάσματος. Ήταν ο αντίκτυπος απ’ τα σιβυλλικά λόγια του που είχε διαταράξει εδώ και ώρα την ηρεμία μου. Κι αυτός με τη σειρά του πήγαζε από την ενδόμυχη τάση μου να δίνω μια ερμηνεία κι ένα νόημα στα πάντα. Όταν αυτό δεν ήταν εφικτό έχανα την ψυχραιμία μου, τρελαινόμουν ώσπου να δώσω στα γεγονότα μια ικανοποιητική εξήγηση. Τα λόγια του γέρου έμοιαζαν σαν τους στίχους των ποιημάτων που προσπαθούσα με εμμονή να αποκρυπτογραφήσω παρά το γεγονός ότι τα πρώτα μπορεί να ήταν απλά ένας ορμαθός από ασυναρτησίες, συνέπεια ίσως μιας μονίμως προβληματικής εγκεφαλικής λειτουργίας. Καθώς έτρεχα αγριεμένος ανάμεσα στο στίφος των δεκάδων ανθρώπων αναζητώντας τη μορφή του γέρου, ένας βαθύς πόνος στον δεξί ώμο αύξανε συνεχώς σε κάθε κίνηση του χεριού μέχρι που τελικά έγινε αβάσταχτος και αναγκάστηκα να σταματήσω. «Όλα πηγαίνουν κατά διαόλου» σκέφτηκα, σκύβοντας το κεφάλι απ’ τον πόνο που βάραινε σταδιακά ολόκληρη την άνω δεξιά πλευρά του σώματός μου. Ο θυμός που με κατέκλυζε ξεθύμανε σιγά σιγά μπροστά  στην ανάγκη ν’ ακινητοποιήσω τον ώμο που ένιωθα πλέον ξεκρέμαστο απ’ το υπόλοιπο σώμα.
  Έπρεπε να παραδεχτώ πως έχασα κι ο τρελός γέρος κατάφερε επιτυχώς να με ξεγελάσει. Ήταν ώρα να γυρίσω σπίτι και να ξεκουραστώ. Εξάλλου, η πείρα με είχε διδάξει με τρόπο κατηγορηματικό πως όταν ο νους θολώνει από θυμό, μια αναποδιά ετοιμάζεται πάντα να με συναντήσει σαν αναπότρεπτη νέμεση  της Τύχης, επιβεβλημένη για ν’ αποκαταστήσει την διαύγεια της σκέψης. Ξεφύσησα λοιπόν δυνατά σαν ταύρος από αγανάκτηση και πήρα την απόφαση να επιστρέψω στο σπίτι. Τότε ακριβώς, πιάνοντας τον ώμο με το ζερβό μου χέρι, αντιλήφθηκα τρομαγμένος μια κατάλευκη γυναίκα που στεκόταν σιμά μου στητή σαν κυπαρίσσι πάνω σ’ ένα αυτοσχέδιο ύψωμα. Αγνοούσα τελείως την ύπαρξη αυτών των ανθρώπων με τα βαμμένα ολόλευκα πρόσωπα που μένουν επί ώρες ασάλευτοι στους δρόμους κι η πρώτη μου γνωριμία μ’ έκανε να μαρμαρώσω κι εγώ απ’ την κατάπληξη που προξενούσε το παγερό κι ανέκφραστο βλέμμα της γυναίκας. Τα γαλανά μάτια της ξεχώριζαν απ’ το υπόλοιπο πρόσωπό της σαν δυο ατάραχες λίμνες ανάμεσα στο χιόνι που κοίταζαν με προσήλωση έναν ουρανό απροσπέλαστο. Τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα σ’ ένα άσπρο δίχτυ περίτεχνα κρυμμένο κι εφαρμοστό με το μέτωπο ώστε να μην τραβάει την προσοχή. Αφού εξοικειώθηκα με την πρωτόγνωρη αυτή εικόνα άρχισα να παρατηρώ τη γυναίκα προσεκτικότερα. Ένα αμυδρό μειδίαμα χαρασσόταν στα κόκκινα χείλη της που τονίζονταν ιδιαίτερα απ’ το λευκό φόντο του προσώπου προσδίδοντας θηλυκότητα και γοητεία. Στα σταυρωμένα χέρια της κοντά στο στέρνο κρατούσε ένα τριαντάφυλλο με αιχμηρά πρασινοκόκκινα αγκάθια που προεξείχαν μέσα απ’ τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλά της.  Καθώς συνέχισα να την κοιτάζω η αρχική εντύπωση του φόβου μετάλλαζε παραδόξως σ’ ένα αίσθημα γαλήνης κι ηρεμίας. Δεν υπήρχε πραγματικά τίποτα τρομακτικό πάνω της πλην της απέραντης υπομονής που εξέπεμπε ολόκληρη η ύπαρξή της. Ήταν υπομονή και όχι καρτερικότητα γιατί απαιτούσε αδιάκοπη δύναμη για να στέκεται στα πόδια της. Ήταν ένας αξιοζήλευτος συνδυασμός αντοχής και απόλυτου ελέγχου του μυαλού, του σώματος και των συναισθημάτων που δύσκολα μπορεί να κατακτήσει κανείς. Μερικοί περαστικοί είχαν ζυγώσει από περιέργεια για να χαζέψουν το σπάνιο αυτό θέαμα για τα δεδομένα της μικρής μας πόλης. Στα αριστερά μου στεκόταν ένας αδαής αστυνομικός ο οποίος έκανε πλάγια κοφτά βήματα γύρω απ’ τη γυναίκα σαρώνοντας την απ’ την κορφή ως τα νύχια με ένα εταστικό βλέμμα που συνδύαζε καχυποψία και φαιδρότητα. Στοιχηματίζω πως αν εκείνη επιχειρούσε μια απότομη κίνηση προς το μέρος του, ο αστυνομικός θα αποτραβιόταν με αλματάκια προς τα πίσω καλώντας ενισχύσεις. Μια αδυνατισμένη φιγούρα ξεπρόβαλε απ’ το πλήθος και πλησίασε προς τη γυναίκα. Ήταν ο γέρος, ο οποίος έχοντας την προσοχή στραμμένη προς αυτή δεν με είχε αναγνωρίσει κι ερχόταν ανυποψίαστος με ζωηρό περπάτημα κατευθείαν πάνω μου. Μόλις με αντιλήφθηκε κέρωσε από φόβο, κυρίως επειδή βρισκόταν δίπλα μου ο αστυνομικός τον οποίο και κοιτούσε με κοφτές ματιές όντας σε ετοιμότητα να τρέξει μακριά με την πρώτη ύποπτη κίνηση. Ακολούθησε μια παράσταση που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ μου. Ο γέρος στάθηκε με πλάτη στη γυναίκα ανοίγοντας διάπλατα και ρυθμικά τα χέρια του κι έπειτα άρχισε με εκφραστικές κινήσεις και στεντόρεια φωνή να αγορεύει ενώπιον του κόσμου.
  «Κυρίες και κύριοι, αγαπητό όργανο, γνωρίζει κανείς από εσάς ποια είναι αυτή η γυναίκα; Ελάτε τώρα, δεν μπορεί. Μα κανείς; Αυτή η γυναίκα είναι η Ελευθερία. Σωστά ακούσατε. Η Ελευθερία! Έχει γεράσει πια και κρύβει τις ρυτίδες της πίσω απ’ αυτήν την ακριβή μπογιά. Παρ’ όλα αυτά, όλοι την αγαπάνε. Την αγαπάνε γιατί το λαμπερό της πρόσωπο ατενίζει το μέλλον. Δείτε την. Είναι στραμμένη προς την ανατολή. Είναι άραγε τυχαίο; Είναι τα μενεξεδένια μάτια της που κάνουν τον ήλιο ν’ ανατέλλει κάθε πρωί μ’ αγωνία για να τα αντικρίσει. Χάρη σ’ αυτήν ζούμε όλοι μας. Κι εσείς κι εγώ. Μα ποιος από σας θα την αγαπούσε αν έβλεπε τις εκδορές που αγκαλιάζουν ολάκερο το σώμα της; Ποιος θα την αγαπούσε αν έβλεπε τις νωπές πληγές που στάζουν πύον μέσα απ’ αυτό το πανέμορφο άσπρο φόρεμά της; Ξέρει κανείς σας τι είναι η ελευθερία; Όχι; Θα σας πω εγώ λοιπόν. Η Ελευθερία είναι μια καχεκτική λεχώνα γάτα που έχει ανάγκη το αίμα των παιδιών της για να ταΐσει τα υπόλοιπα. Αυτό είναι η Ελευθερία. Κι είναι άδικη. Πολύ άδικη γιατί ορέγεται το αίμα που μυρίζει τόλμη! Μα είναι και δίκαιη συνάμα. Δίκαιη γιατί πολεμά το κακό που φυτρώνει. Δίκαιη γιατί φέρνει τον ήλιο! Συνάνθρωποι, η Ελευθερία βρίσκεται αυτή τη στιγμή εδώ γιατί λιμοκτονεί. Είναι εδώ για να ζητήσει την βοήθειά μας. Εγώ πρώτος θα της δώσω το υστέρημα μου για το καλό όλων σας. Αμήν.» είπε και άφησε δυο τάλιρα ανάμεσα στα κάτασπρα πόδια της που έστεκαν γυμνά στο κρύο. Ντράπηκα να τα μαζέψω. Η λευκοβαμμένη γυναίκα έκανε μια υπόκλιση ευγνωμοσύνης γέρνοντας ελαφρά μπροστά κι ύστερα επέστρεψε στην αρχική θέση της.
-         Πώς σε λένε γέρο; Ρώτησα τον ηλικιωμένο που έφευγε ανακουφισμένος μακριά από εμένα και τον αστυνομικό.
-         Πώς αλλιώς; Λεφτέρη!
                                                                                        Διδάχος Άγγελος


COPYRIGHTSWORLD.COM VERIFICATION BADGE - CLICK TO VERIFY!



5 σχόλια :

Άιναφετς είπε...

Είναι να μην αναρωτιέται κανείς, αν οι ασφυκτικά παγιδευμένοι άνθρωποι θα καταφέρουν ποτέ να ξεφύγουν, γιατί σε τελευταία ανάλυση, όλοι μας είμαστε αυτή η ανθρωπότητα...και εσύ φίλε μου, είσαι ανελέητος, δεν αφήνεις και πολλά περιθώρια απόδρασης!
Το κείμενο σου, σφίγγει μεν τη καρδιά, αλλά είναι εκπληκτικά ΕΤΣΙ!

Καλό μας απογευματάκι!

Crux είπε...

Καλή σου μέρα Άιναφετς.

Ήθελα απλώς να σε ενημερώσω ότι η προτροπή σου ήταν πραγματική ώθηση για να γράψω το παραπάνω!

Απέφυγα όσο μπορούσα να δώσω αισιόδοξη ή πεσιμιστική διάσταση στο κείμενο. Περισσότερο με ενδιέφερε αυτό το "ΕΤΣΙ", η απεικόνιση μέσα από τη δική μου ματιά που πολλοί μου 'χουν πει ότι αποπνέει μια απαισιοδοξία αλλά δεν την αντιλαμβάνομαι μ' αυτό τον τρόπο!
Ο βαθύτερος προβληματισμός μάλιστα σχετικά με την έννοια της ελευθερίας είναι για μένα από μόνος του ένα περιθώριο απόδρασης. Κάθε απόπειρα φιλοσοφικής ενασχόλησης κι ανησυχίας ενέχει το περιθώριο απόδρασης.

Δύο φορές ευχαριστώ :)

Άιναφετς είπε...

Καλημέρα!
Το να μπορεί κανείς να λειτουργεί στη καθημερινότητα του "έτσι" ουδέτερα, που σημαίνει να έχει επίγνωση του τι συμβαίνει μέσα του και ως επέκταση γύρω του, χωρίς να επικρίνει και χωρίς να βγάζει συμπεράσματα δλδ απλά να παρατηρεί, μπορεί να δώσει σε πολλούς την αίσθηση πως είναι απαισιόδοξος, όχι για μένα είναι "έτσι".
Και κάτι που εσύ, μπορείς να καταλάβεις:
"Στην ολοκληρωτική απόρριψη του γνωστού, βρίσκεται η ουσία της ελευθερίας"... (Κρισναμούρτι)

Ανώνυμος είπε...

Δεν μου φάνηκε και τόσο απαισιόδοξο. Έχω να σου πω πως η γραφή σου είναι εξαιρετική, με εντυπωσίασε.

Crux είπε...

Πιστεύω ότι η δόση απαισιοδοξίας είναι στη σωστή, ελάχιστη ποσότητά της. Θερμά ευχαριστώ μαβιά κουφεταρία